- ντεντέκτιβ
- και ντέντεκτιβ, ο, ηάκλ. βλ. ντετέκτιβ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ντετέκτιβ — και ντέτεκτιβ και ντεντέκτιβ και ντέντεκτιβ, ο, η άκλ. ιδιωτικός αστυνομικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. detective < αγγλ. detect «ανακαλύπτω» (< λατ. detectus, μτχ. παρακμ. τού ρ. detego «αποκαλύπτω») + κατάλ. ive] … Dictionary of Greek